μελικοκκιά

μελικοκκιά
η бот. каркас '

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μελικοκκιά" в других словарях:

  • μελικοκκιά — η βοτ. βλ. μελικουκκιά …   Dictionary of Greek

  • μελικουκκιά — και μελικοκκιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κελτίς …   Dictionary of Greek

  • ουλμίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αποκλειστικά θάμνων και δέντρων, που συχνά είναι μεγαλοπρεπή και καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Κυριότερα γένη είναι: ούλμος (πτελέα, φτελιά, καραγάτσι), κελτίδα (μελικοκκιά), αβελικέα ή ζελκόβα· στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»